- μαρουλόφυλλο
- το (Μ μαρουλόφυλλον)το φύλλο τού μαρουλιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρουλόφυλλο — το το φύλλο του μαρουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… … Dictionary of Greek